δίκαιος

δίκαιος
-α και -η, -ο και δίκιος, -α, -ο (AM δίκαιος, -α, -ον)
Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο»)
2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος»)
3. ο αμερόληπτος («δίκαια κρίση», «δικαία βουλή», «δίκαιη παρατήρηση», «δικαία βάσανος», «δίκαιη εξέταση»)
4. σωστός, κανονικός, ταιριαστός («δίκια ζύγια», «δίκαιος έπαινος», «αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι»)
5. δικαιολογημένος, «δίκια αφορμή», «δίκαιη οργή», «δίκαιη αγανάκτηση»)
6. (απρόσ. έκφρ.) «είναι δίκαιο να...», «δίκαιον ἐστι»
αρχ.
1. αυτός που πειθαρχεί σε έθιμα, σε θεσμούς πολιτισμού («ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι»)
2. εκείνος που τηρεί τις υποχρεώσεις του απέναντι στους ανθρώπους και στους θεούς («δίκαιος καὶ ὅσιος»)
3. (για νόμο) αυτός που έχει θεσπισθεί με νόμιμη, κανονική διαδικασία
4. κανονικός, συμμετρικός («δίκαιον σχῆμα σώματος», «ἵππος δικαίαν τὴν σιαγόνα ἔχων»)
5. (για ζώα) εξημερωμένος κατάλληλος («ἵππον δίκαιον ποιεῑσθαι»)
6. (για αγρό) εύφορος, αποδοτικός
7. πραγματικός, άξιος τού ονόματος («δίκαιος συγγραφεύς»)
8. φρ. α) «δικαίη ζόη» — κανονικός τρόπος ζωής, αναγνωρισμένος ως έντιμος
β) «ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ» — για κάτι που ειπώθηκε σωστά
γ) «δίκαιός εἰμι ἰέναι» ή «δίκαιός ἐστι ἄρχειν» — είναι δίκαιο να, έχω το δικαίωμα να... II. το ουδ. εν. ως ουσ. το δίκαιο και δίκιο (AM δίκαιον)
1. ό,τι είναι σύμφωνο με τον νόμο, ηθικό, ορθό («το άδικο δίκαιο κάμνουσι»)
2. η δικαιοσύνη
3. νόμιμη απαίτηση, δικαίωμα («το δίκιο του μ' αναλαμπή και φλόγα τό γυρεύει», «θα βρω το δίκιο μου»)
νεοελλ.
το δίκαιο
1. το σύνολο τών κανόνων που διέπουν τις σχέσεις τών μελών μιας κοινωνίας
2. η νομική επιστήμη
3. φρ. α) «δίκαιον εξ υποκειμένου» — το δικαίωμα
β) «γραπτό δίκαιο» — οι νόμοι
γ) «άγραφο δίκαιο» — εθιμικοί, παραδοσιακοί κανόνες δικαίου
δ) «με το δίκιο του» — δίκαια, σωστά
ε) «τού δίνω ή τού ρίχνω δίκιο» — κρίνω ότι σωστά έπραξε κάτι ή εγείρει μιαν αξίωση
στ) «παίρνω το δίκιο μου πίσω» — εκδικούμαι αυτόν που μέ αδίκησε
ζ) «να πούμε και τού στραβού ή και τού φτωχού το δίκιο» — να υποστηρίξουμε και τού ανίσχυρου τις αξιώσεις ή να αναγνωρίσουμε και κάτι καλό μέσα στα τόσα κακά
η) «το δίκαιο τού ισχυροτέρου» — οι ισχυροί παρουσιάζουν τις αυθαιρεσίες τους ως νόμιμες
θ) «κοιμήθηκα τον ύπνο τού δικαίου» — ήρεμα και βαθιά·|| μσν.
1. δικαιοδοσία
2. δικαστική απόφαση
3. συνήθεια
(αρχ) φρ. «ἐκ τοῡ δικαίου» — δίκαια
III. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίκαια και τα δίκια (AM δίκαια)
1. οι δίκαιες απαιτήσεις και αξιώσεις
2. τα νόμιμα δικαιώματα
αρχ.
φρ.
1. «τὰ πρὸς ἀλλήλους δίκαια» — οι αμοιβαίες υποχρεώσεις
2. «ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις» — υπό ορισμένους όρους
IV. επίρρ. δικαίως και δίκαια (AM δικαίως)
1. με δίκαιο τρόπο
2. σύμφωνα με το δίκαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *δίκα-ιος < δίκη. Η αρχική σημ. τού επιθ. δίκαιος ήταν «αυτός που τηρεί, πειθαρχεί, συμμορφώνεται προς τα έθιμα και τους θεσμούς» Όμ. απ' όπου προήλθε η σημ. «ισόρροπος, συμμετρικός» (για άρμα). «ακριβής, κανονικός» και αργότερα «σωστός, ορθός, αυτός που κρίνει δίκαια» τόσο με την ηθική όσο και με την νομική έννοια τού όρου.
ΠΑΡ. δικαιοσύνη, δικαιώνω (AM δικαιώ)
αρχ.
δικαιότης
αρχ.-μσν.
δικαιωτήριον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δικαιοδότης, δικαιοκρίτης, δικαιοπραγία, δικαιοφανής, δικαιόφρων αρχ. δικαιοκτόνος, δικαιολόγος, δικαιονομία, δικαιονομώ, δικαιόπολις, δικαιοπραγής μσν.-νεοελλ. δικαιοφύλακας (Μ -φύλαξ)
νεοελλ.
δικαιόγραφο, δικαιοδόχος, δικαιοπάροχος, δικαιοπραξία, δικαιούχος. (Β' συνθετικό) ακριβοδίκαιος, ακροδίκαιος, φιλοδίκαιος
αρχ.
ορθοδίκαιος, χειροδίκαιος
νεοελλ.
ισοδίκαιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δίκαιος, -α — και η, ο επίρρ. α και δικαίως αυτός που κρίνει με δίκαια κριτήρια, νόμιμα, αμερόληπτα: Του έτυχε δίκαιος εξεταστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίκαιος — observant of custom masc nom sg δίκαιος observant of custom masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίκαιος — observant of custom masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαίος — ο (Μ δικαῑος και δίκαιος) νεοελλ. μοναχός ο οποίος ορίζεται τοποτηρητής ή αναπληρωτής τού ηγουμένου για ένα έτος μσν. τοποτηρητής θρησκευτικού ή κοσμικού άρχοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, από το …   Dictionary of Greek

  • Δικαίος, Γρηγόριος — Βλ. λ. Παπαφλέσσας Δικαίος, Γρηγόριος …   Dictionary of Greek

  • Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • δικαιότερον — δίκαιος observant of custom adverbial comp δίκαιος observant of custom masc acc comp sg δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc comp sg δίκαιος observant of custom adverbial comp δίκαιος observant of custom masc acc comp sg δίκαιος observant …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοτάτων — δίκαιος observant of custom fem gen superl pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen superl pl δίκαιος observant of custom fem gen superl pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοτέραις — δίκαιος observant of custom fem dat comp pl δικαιοτέρᾱͅς , δίκαιος observant of custom fem dat comp pl (attic) δίκαιος observant of custom fem dat comp pl δικαιοτέρᾱͅς , δίκαιος observant of custom fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοτέρων — δίκαιος observant of custom fem gen comp pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen comp pl δίκαιος observant of custom fem gen comp pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”